- μισόπαις
- μισόπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που μισεί τα παιδιά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + παῖς (πρβλ. φιλό-παις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισόπαις — μῑσόπαις , μισόπαις hating one s children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
μισόπαιδας — μῑσόπαιδας , μισόπαις hating one s children masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)